- συνανάμιγος
- συνανά-μῐγος, ον,A mixed up with, included among, POxy.718.16, al. (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνανάμιγος — ον, Α [συναναμ(ε)ίγνυμι] αυτός που προστίθεται σε κάτι … Dictionary of Greek